- ἀντιγραφῆς
- ἀντιγραφεύςchecking-masc nom plἀντιγραφεύςchecking-masc nom/voc plἀντιγραφήa reply in writingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα … Dictionary of Greek
αντίγραφο — το (Α ἀντίγραφος, ον) 1. έγγραφο που είναι προϊόν αντιγραφής 2. πιστή απομίμηση έργου τέχνης. νεοελλ. 1. καθετί που είναι παρόμοιο με το αυθεντικό («αντίγραφο τού πατέρα του») αρχ. αυτός που έχει γραφεί δύο φορές … Dictionary of Greek
γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
γραφτίκια — τα [γραφή] έξοδα γραφής ή αντιγραφής εγγράφου … Dictionary of Greek
ετεροχρωματίνη — Χρωματίνη (σύμπλοκο DNA ιστονών), η οποία εμφανίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης, σε αντίθεση με την ευχρωματίνη. Η ε. χρωματίζεται πιο έντονα από την ευχρωματίνη στα διάφορα στάδια του κυτταρικού κύκλου και αντιπροσωπεύει το τμήμα του γενετικού… … Dictionary of Greek
θερμοαντιγραφή — η τεχνολ. μέθοδος αντιγραφής η οποία βασίζεται στην ιδιότητα που έχουν ορισμένα φωτοπαθή υλικά να αλλοιώνονται υπό την επίδραση τής θερμότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)* + αντι γραφή (< αντι γράφω)] … Dictionary of Greek